καταψευδομαρτυρώ

καταψευδομαρτυρώ
καταψευδομαρτυρῶ, -έω (Α)
1. δίνω ψευδή μαρτυρία εναντίον κάποιου («τοὺς μὲν διδάσκοντας τοὺς μάρτυρας ὡς χρὴ ἐπιορκοῡντας καταψευδομαρτυρεῑν ἐμοῡ», Ξεν.)
2. παθ. καταψευδομαρτυροῡμαι, -έομαι
χάνω τη δίκη και καταδικάζομαι με ψευδείς μαρτυρίες, πέφτω θύμα ψευδομαρτυρίας («ἐνίοτε γὰρ ἄν καἰ καταψευδομαρτυρηθείη τις ὑπὸ πολλῶν», Πλάτ.)
3. μέσ. παρουσιάζω ψευδομάρτυρες για την υπεράσπισή μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”